- ιχαίνω
- ἰχαίνω (Α)βλ. ιχανώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιχανώ — ἰχανῶ, άω (Α) επιθυμώ πολύ, επιζητώ κάτι με επιμονή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επίθ. ἀχήν* «φτωχός» και με αρχ. ινδ. īhate «επιθυμώ». Ο αρχικός τ. τού ρ. πρέπει να ήταν ἰχαίνω, που μεταπλάστηκε σε ἰχανῶ κατά το ὑφαίνω: ὑφανῶ] … Dictionary of Greek